Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρῡσόπτερος
χρῡσόραπις
χρῡσόροος
χρῡσόροφος
χρῡσόρραπις
χρῡσόρρυτος
χρῡσός
χρῡσοστέφανος
χρῡσοστεφής
χρῡσόστροφος
χρῡσότερος
χρῡσότευκτος
χρῡσοτευχής
χρῡσότοξος
χρῡσοτρίαινα
χρῡσότυπος
χρῡσοῦς
χρῡσοφάεννος
χρῡσοφαής
χρῡσοφάλαρος
χρῡσόφαντος
View word page
χρῡσότερος
χρῡσότεροςᾱ ονcompar.adj app. of a girlmore goldenw.gen.than goldSapph.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρῡσότερος
Headword (normalized):
χρῡσότερος
Headword (normalized/stripped):
χρυσοτερος
IDX:
20432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20433
Key:
χρῡσότερος

Data

{'headword_display': '<b>χρῡσότερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χρῡσότερος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>compar.adj</PS></HG> <aS1><Indic>app. of a girl</Indic><Tr>more golden<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>than gold</Expl></Tr><Au>Sapph.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χρῡσότερος'}