Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄφιξις
ἀφιππάζομαι
ἀφιππεύω
ἀφιππίᾱ
ἄφιππος
ἀφίστημι
ἀφῖχθαι
ἄφλαστον
ἄφλεκτος
ἄφλοιος
ἀφλοισμός
ἀφνειός
ἄφνος
ἄφνω
ἀφόβητος
ἀφοβίᾱ
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφομοιόω
View word page
ἀφλοισμός
ἀφλοισμόςοῦm foamaround the mouth of an angry warriorIl.

ShortDef

spluttering

Debugging

Headword:
ἀφλοισμός
Headword (normalized):
ἀφλοισμός
Headword (normalized/stripped):
αφλοισμος
IDX:
2041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2042
Key:
ἀφλοισμός

Data

{'headword_display': '<b>ἀφλοισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀφλοισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>foam<Expl>around the mouth of an angry warrior</Expl></Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀφλοισμός'}