Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρῡσομηλολόνθιον
χρῡσομίτρᾱς
χρῡσόνωτος
χρῡσόομαι
χρῡσοπάρυφος
χρῡσόπαστος
χρῡσόπᾱχυς
χρῡσοπέδῑλος
χρῡσόπεπλος
χρῡσοπήληξ
χρῡσοπλόκαμος
χρῡσόπλοκος
χρῡσόπους
χρῡσόπρυμνος
χρῡσόπτερος
χρῡσόραπις
χρῡσόροος
χρῡσόροφος
χρῡσόρραπις
χρῡσόρρυτος
χρῡσός
View word page
χρῡσο-πλόκαμος
χρῡσο-πλόκαμοςονadj of Apollo, a woman or goddesswith golden tresseshHom. B.cj. Tim.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρῡσοπλόκαμος
Headword (normalized):
χρῡσοπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
χρυσοπλοκαμος
IDX:
20418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20419
Key:
χρῡσοπλόκαμος

Data

{'headword_display': '<b>χρῡσο-πλόκαμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χρῡσο-πλόκαμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of Apollo, a woman or goddess</Indic><Tr>with golden tresses</Tr><Au>hHom. B.<LblR>cj.</LblR> Tim.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χρῡσοπλόκαμος'}