Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρῡσόβωλος
χρῡσόγονος
χρῡσοδαίδαλτος
χρῡσόδετος
χρῡσοδῑ́νᾱς
χρῡσοέθειρα
χρῡσοειδής
χρῡσόζυγος
χρῡσόθρονος
χρῡσοκάρᾱνος
χρῡσόκαρπος
χρῡσόκερως
χρῡσοκόλλα
χρῡσοκόλλητος
χρῡσοκόμης
χρῡσόκομος
χρῡσόκυκλος
χρῡσόλογχος
χρῡσόλοφος
χρῡσολύρᾱς
χρῡσόμαλλος
View word page
χρῡσό-καρπος
χρῡσό-καρποςονadjκαρπός1 of treeswith golden fruitsPi.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρῡσόκαρπος
Headword (normalized):
χρῡσόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
χρυσοκαρπος
IDX:
20397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20398
Key:
χρῡσόκαρπος

Data

{'headword_display': '<b>χρῡσό-καρπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χρῡσό-καρπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καρπός<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of trees</Indic><Tr>with golden fruits</Tr><Au>Pi.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'χρῡσόκαρπος'}