Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρῡσίς
χρῡσῖτις
χρῡσοβαφής
χρῡσόβωλος
χρῡσόγονος
χρῡσοδαίδαλτος
χρῡσόδετος
χρῡσοδῑ́νᾱς
χρῡσοέθειρα
χρῡσοειδής
χρῡσόζυγος
χρῡσόθρονος
χρῡσοκάρᾱνος
χρῡσόκαρπος
χρῡσόκερως
χρῡσοκόλλα
χρῡσοκόλλητος
χρῡσοκόμης
χρῡσόκομος
χρῡσόκυκλος
χρῡσόλογχος
View word page
χρῡσό-ζυγος
χρῡσό-ζυγοςονadjζυγόν of a chariotwith golden yokehHom. X.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρῡσόζυγος
Headword (normalized):
χρῡσόζυγος
Headword (normalized/stripped):
χρυσοζυγος
IDX:
20394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20395
Key:
χρῡσόζυγος

Data

{'headword_display': '<b>χρῡσό-ζυγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χρῡσό-ζυγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ζυγόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a chariot</Indic><Tr>with golden yoke</Tr><Au>hHom. X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χρῡσόζυγος'}