Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀφιλόσοφος
ἀφιλοτῑμίᾱ
ἀφιλότῑμος
ἀφιλοχρηματίᾱ
ἄφιξις
ἀφιππάζομαι
ἀφιππεύω
ἀφιππίᾱ
ἄφιππος
ἀφίστημι
ἀφῖχθαι
ἄφλαστον
ἄφλεκτος
ἄφλοιος
ἀφλοισμός
ἀφνειός
ἄφνος
ἄφνω
ἀφόβητος
ἀφοβίᾱ
ἄφοβος
View word page
ἀφῖχθαι
ἀφῖχθαιpf.mid.inf.seeἀφικνέομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀφῖχθαι
Headword (normalized):
ἀφῖχθαι
Headword (normalized/stripped):
αφιχθαι
IDX:
2037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2038
Key:
ἀφῖχθαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀφῖχθαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀφῖχθαι<LblR>pf.mid.inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀφικνέομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀφῖχθαι'}