Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρῡσᾱ́ορος
χρῡσάρματος
χρῡ́σασπις
χρῡσαυγής
χρῡσᾱ́ωρ
χρῡ̄́σειος
χρῡ́σειος
χρῡσελεφαντήλεκτρος
χρῡσένδετος
χρῡσεοβόστρυχος
χρῡσεόδμητος
χρῡσεόδους
χρῠσεοκίθαρις
χρῡσεόκμητος
χρῡσεοκόμᾱς
χρῡσεόκυκλος
χρῡσεόμαλλος
χρῡσεοπήληξ
χρῡσεοπήνητος
χρῡσεόπλοκος
χρῡ́σεος
View word page
χρῡσεό-δμητος
χρῡσεό-δμητοςονadjδέμω of a necklacefashioned in goldA.cj. χρῡσεόκμητος worked in gold

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρῡσεόδμητος
Headword (normalized):
χρῡσεόδμητος
Headword (normalized/stripped):
χρυσεοδμητος
IDX:
20359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20360
Key:
χρῡσεόδμητος

Data

{'headword_display': '<b>χρῡσεό-δμητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χρῡσεό-δμητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δέμω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a necklace</Indic><Tr>fashioned in gold</Tr><Au>A.<LblR>cj. <Gr>χρῡσεόκμητος</Gr> <ital>worked in gold</ital></LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'χρῡσεόδμητος'}