Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρόα
χροιᾱ́
χροΐζω
χρόμαδος
χρονίζω
χρονικός
χρόνιος
χρονισμός
χρονογραφίᾱ
χρόνος
χρονοτριβέω
χροός
χρουσοφαῗς
χρῡ́σαιγις
χρῡσᾱλάκατος
χρῡσαμοιβός
χρῡσάμπυξ
χρῡσᾱ́νιος
χρῡσανταυγής
χρῡσᾱ́ορος
χρῡσάρματος
View word page
χρονοτριβέω
χρονοτριβέωcontr.vbτρῑ́βω waste timeArist. NT. tr.deliberately protract, spin outa warPlu.

ShortDef

to waste time, loiter

Debugging

Headword:
χρονοτριβέω
Headword (normalized):
χρονοτριβέω
Headword (normalized/stripped):
χρονοτριβεω
IDX:
20340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20341
Key:
χρονοτριβέω

Data

{'headword_display': '<b>χρονοτριβέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>χρονοτριβέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>τρῑ́βω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>waste time</Tr><Au>Arist. NT.</Au> </vS1> <vS1><Indic>tr.</Indic><Tr>deliberately protract, spin out</Tr><Obj>a war<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'χρονοτριβέω'}