Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χριστός
χρῑ́ω
χρόᾱ
χρόα
χροιᾱ́
χροΐζω
χρόμαδος
χρονίζω
χρονικός
χρόνιος
χρονισμός
χρονογραφίᾱ
χρόνος
χρονοτριβέω
χροός
χρουσοφαῗς
χρῡ́σαιγις
χρῡσᾱλάκατος
χρῡσαμοιβός
χρῡσάμπυξ
χρῡσᾱ́νιος
View word page
χρονισμός
χρονισμόςοῦmχρονίζω long-term stayof an army, in a placePlb.

ShortDef

tarrying

Debugging

Headword:
χρονισμός
Headword (normalized):
χρονισμός
Headword (normalized/stripped):
χρονισμος
IDX:
20337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20338
Key:
χρονισμός

Data

{'headword_display': '<b>χρονισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χρονισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>χρονίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>long-term stay<Expl>of an army, in a place</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χρονισμός'}