Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρῖσμα
Χριστιᾱνός
χριστός
χρῑ́ω
χρόᾱ
χρόα
χροιᾱ́
χροΐζω
χρόμαδος
χρονίζω
χρονικός
χρόνιος
χρονισμός
χρονογραφίᾱ
χρόνος
χρονοτριβέω
χροός
χρουσοφαῗς
χρῡ́σαιγις
χρῡσᾱλάκατος
χρῡσαμοιβός
View word page
χρονικός
χρονικόςή όνadj of criteriabased on timechronologicalPlu.neut.pl.sb.chronological dataPlu.

ShortDef

of or concerning time, temporal

Debugging

Headword:
χρονικός
Headword (normalized):
χρονικός
Headword (normalized/stripped):
χρονικος
IDX:
20335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20336
Key:
χρονικός

Data

{'headword_display': '<b>χρονικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χρονικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of criteria</Indic><Def>based on time</Def><Tr>chronological</Tr><Au>Plu.</Au><SGrm><GLbl>neut.pl.sb.</GLbl><Def>chronological data</Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'χρονικός'}