Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
χρηστήριον
χρηστήριος
χρήστης
χρηστικός
χρηστογραφίᾱ
χρηστοήθης
χρηστός
χρηστότης
χρηστοφιλίᾱ
χρηστόφιλος
χρήσω
χρῆται
χρήω
χρῖμα
χρίμπτω
χρῖσμα
Χριστιᾱνός
χριστός
χρῑ́ω
χρόᾱ
χρόα
View word page
χρήσω
χρήσω
fut.
see
χράω
, under
χράομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χρήσω
Headword (normalized):
χρήσω
Headword (normalized/stripped):
χρησω
IDX:
20320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20321
Key:
χρήσω
Data
{'headword_display': '<b>χρήσω</b>', 'content': '<XE><RefFm>χρήσω<LblR>fut.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>χράω</Ref>, under<Ref>χράομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'χρήσω'}