Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρησμῳδίᾱ
χρησμῳδός
χρήσομαι
χρῆσται
χρηστέον
χρηστηριάζομαι
χρηστήριον
χρηστήριος
χρήστης
χρηστικός
χρηστογραφίᾱ
χρηστοήθης
χρηστός
χρηστότης
χρηστοφιλίᾱ
χρηστόφιλος
χρήσω
χρῆται
χρήω
χρῖμα
χρίμπτω
View word page
χρηστογραφίᾱ
χρηστογραφίᾱᾱςfγράφω skill in paintingPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρηστογραφίᾱ
Headword (normalized):
χρηστογραφίᾱ
Headword (normalized/stripped):
χρηστογραφια
IDX:
20314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20315
Key:
χρηστογραφίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>χρηστογραφίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χρηστογραφίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>γράφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>skill in painting</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χρηστογραφίᾱ'}