Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀφῑλάσκομαι
ἀφίλητος
ἀφιλίᾱ
ἀφιλονῑ́κως
ἀφιλοπλουτίᾱ
ἀφιλόπονος
ἄφιλος
ἀφιλόσοφος
ἀφιλοτῑμίᾱ
ἀφιλότῑμος
ἀφιλοχρηματίᾱ
ἄφιξις
ἀφιππάζομαι
ἀφιππεύω
ἀφιππίᾱ
ἄφιππος
ἀφίστημι
ἀφῖχθαι
ἄφλαστον
ἄφλεκτος
ἄφλοιος
View word page
ἀφιλοχρηματίᾱ
ἀφιλοχρηματίᾱᾱςfφιλοχρήματος contempt for wealthPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀφιλοχρηματίᾱ
Headword (normalized):
ἀφιλοχρηματίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αφιλοχρηματια
IDX:
2030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2031
Key:
ἀφιλοχρηματίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀφιλοχρηματίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀφιλοχρηματίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>φιλοχρήματος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>contempt for wealth</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀφιλοχρηματίᾱ'}