Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
χρήσιμος
χρῆσις
χρησμολογέω
χρησμολογίᾱ
χρησμολόγος
χρησμός
χρησμοσύνη
χρησμῳδέω
χρησμῳδίᾱ
χρησμῳδός
χρήσομαι
χρῆσται
χρηστέον
χρηστηριάζομαι
χρηστήριον
χρηστήριος
χρήστης
χρηστικός
χρηστογραφίᾱ
χρηστοήθης
χρηστός
View word page
χρήσομαι
χρήσομαι
fut.mid.
see
χράομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χρήσομαι
Headword (normalized):
χρήσομαι
Headword (normalized/stripped):
χρησομαι
IDX:
20306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20307
Key:
χρήσομαι
Data
{'headword_display': '<b>χρήσομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>χρήσομαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>χράομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'χρήσομαι'}