Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνῡμι
ἀποπηδάω
ἀποπίμπλημι
ἀποπῑ́νω
ἀποπίπτω
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζομαι
ἀποπλανάω
ἀποπλάνησις
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλέω
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπλήσσομαι
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
View word page
ἀποπλάνησις
ἀποπλάνησιςεωςf digressionin a discussionPl. Arist.quot.

ShortDef

digression

Debugging

Headword:
ἀποπλάνησις
Headword (normalized):
ἀποπλάνησις
Headword (normalized/stripped):
αποπλανησις
IDX:
202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-203
Key:
ἀποπλάνησις

Data

{'headword_display': '<b>ἀποπλάνησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀποπλάνησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>digression<Expl>in a discussion</Expl></Tr><Au>Pl. Arist.<LblR>quot.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀποπλάνησις'}