Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρημοσύνη
χρῆν
χρηννύειν
χρῇς
χρῆσαι
χρήσει
χρῆσθα
χρῆσθαι
χρήσιμος
χρῆσις
χρησμολογέω
χρησμολογίᾱ
χρησμολόγος
χρησμός
χρησμοσύνη
χρησμῳδέω
χρησμῳδίᾱ
χρησμῳδός
χρήσομαι
χρῆσται
χρηστέον
View word page
χρησμολογέω
χρησμολογέωcontr.vbχρησμολόγος prophesysthg.Ar. intr.deliver a prophecyAr.

ShortDef

to utter oracles, divine

Debugging

Headword:
χρησμολογέω
Headword (normalized):
χρησμολογέω
Headword (normalized/stripped):
χρησμολογεω
IDX:
20298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20299
Key:
χρησμολογέω

Data

{'headword_display': '<b>χρησμολογέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>χρησμολογέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>χρησμολόγος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>prophesy</Tr><Obj>sthg.<Au>Ar.</Au></Obj> <vS2><Indic>intr.</Indic><Tr>deliver a prophecy</Tr><Au>Ar.</Au> </vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'χρησμολογέω'}