Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
χρηματισμός
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
χρηματοδαίτᾱς
χρηματοποιός
χρηματοφθορικός
χρήμη
χρημοσύνη
χρῆν
χρηννύειν
χρῇς
χρῆσαι
χρήσει
χρῆσθα
χρῆσθαι
χρήσιμος
χρῆσις
χρησμολογέω
χρησμολογίᾱ
χρησμολόγος
View word page
χρηννύειν
χρηννύειν
χρηννύναι
infs.
see
χράω
, under
χράομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χρηννύειν
Headword (normalized):
χρηννύειν
Headword (normalized/stripped):
χρηννυειν
IDX:
20290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20291
Key:
χρηννύειν
Data
{'headword_display': '<b>χρηννύειν</b>', 'content': '<XE><RefFm>χρηννύειν</RefFm><RefFm>χρηννύναι<LblR>infs.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>χράω</Ref>, under<Ref>χράομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'χρηννύειν'}