Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρηματικός
χρημάτισις
χρηματισμός
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
χρηματοδαίτᾱς
χρηματοποιός
χρηματοφθορικός
χρήμη
χρημοσύνη
χρῆν
χρηννύειν
χρῇς
χρῆσαι
χρήσει
χρῆσθα
χρῆσθαι
χρήσιμος
χρῆσις
χρησμολογέω
View word page
χρημοσύνη
χρημοσύνηηςf state of needneed, indigenceThgn.

ShortDef

need, want, lack

Debugging

Headword:
χρημοσύνη
Headword (normalized):
χρημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
χρημοσυνη
IDX:
20288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20289
Key:
χρημοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>χρημοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χρημοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>state of need</Def><Tr>need, indigence</Tr><Au>Thgn.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χρημοσύνη'}