Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρῆμα
χρηματίζω
χρηματικός
χρημάτισις
χρηματισμός
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
χρηματοδαίτᾱς
χρηματοποιός
χρηματοφθορικός
χρήμη
χρημοσύνη
χρῆν
χρηννύειν
χρῇς
χρῆσαι
χρήσει
χρῆσθα
χρῆσθαι
χρήσιμος
View word page
χρηματο-φθορικός
χρηματο-φθορικόςή όνadjφθείρω of a category of debatingwasting money, financially harmfulPl.

ShortDef

fitted for wasting money, spendthrift

Debugging

Headword:
χρηματοφθορικός
Headword (normalized):
χρηματοφθορικός
Headword (normalized/stripped):
χρηματοφθορικος
IDX:
20286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20287
Key:
χρηματοφθορικός

Data

{'headword_display': '<b>χρηματο-φθορικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χρηματο-φθορικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φθείρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a category of debating</Indic><Tr>wasting money, financially harmful</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χρηματοφθορικός'}