Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρηίσκομαι
χρῆμα
χρηματίζω
χρηματικός
χρημάτισις
χρηματισμός
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
χρηματοδαίτᾱς
χρηματοποιός
χρηματοφθορικός
χρήμη
χρημοσύνη
χρῆν
χρηννύειν
χρῇς
χρῆσαι
χρήσει
χρῆσθα
χρῆσθαι
View word page
χρηματο-ποιός
χρηματο-ποιόςόνadjποιέω of a tradeprofitableX. of womenindustriousAr.

ShortDef

money-making

Debugging

Headword:
χρηματοποιός
Headword (normalized):
χρηματοποιός
Headword (normalized/stripped):
χρηματοποιος
IDX:
20285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20286
Key:
χρηματοποιός

Data

{'headword_display': '<b>χρηματο-ποιός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χρηματο-ποιός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a trade</Indic><Tr>profitable</Tr><Au>X.</Au></aS1> <aS1><Indic>of women</Indic><Tr>industrious</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χρηματοποιός'}