Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρῇ
χρήεσσι
χρῄζω
χρῄζω
χρηίσκομαι
χρῆμα
χρηματίζω
χρηματικός
χρημάτισις
χρηματισμός
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
χρηματοδαίτᾱς
χρηματοποιός
χρηματοφθορικός
χρήμη
χρημοσύνη
χρῆν
χρηννύειν
χρῇς
View word page
χρηματιστήριον
χρηματιστήριονουn place of businessPlu.

ShortDef

a place for transacting business, a counting-house

Debugging

Headword:
χρηματιστήριον
Headword (normalized):
χρηματιστήριον
Headword (normalized/stripped):
χρηματιστηριον
IDX:
20281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20282
Key:
χρηματιστήριον

Data

{'headword_display': '<b>χρηματιστήριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χρηματιστήριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>place of business</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χρηματιστήριον'}