Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρειοῖ
χρεῖος
χρεῖος
χρεισμολόγος
χρειώ
χρειώδης
χρειῶν
χρείων
χρεμετίζω
χρεμετισμός
χρέμπτομαι
χρέο
χρεοκοπίδαι
χρεόν
χρέος
χρεώ
χρεωκοπίδαι
χρεωλυτέω
χρεώμενος
χρεών
χρεῶν
View word page
χρέμπτομαι
χρέμπτομαιmid.vb clear one's throatE.Cyc. Ar.

ShortDef

to clear one's throat, to hawk and spit, cough

Debugging

Headword:
χρέμπτομαι
Headword (normalized):
χρέμπτομαι
Headword (normalized/stripped):
χρεμπτομαι
IDX:
20250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20251
Key:
χρέμπτομαι

Data

{'headword_display': '<b>χρέμπτομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>χρέμπτομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>clear one's throat</Tr><Au>E.<Wk>Cyc.</Wk> Ar.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'χρέμπτομαι'}