Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρείη
χρειοῖ
χρεῖος
χρεῖος
χρεισμολόγος
χρειώ
χρειώδης
χρειῶν
χρείων
χρεμετίζω
χρεμετισμός
χρέμπτομαι
χρέο
χρεοκοπίδαι
χρεόν
χρέος
χρεώ
χρεωκοπίδαι
χρεωλυτέω
χρεώμενος
χρεών
View word page
χρεμετισμός
χρεμετισμόςοῦm neighing, whinnyingAr. Plu.

ShortDef

a neighing, whinnying

Debugging

Headword:
χρεμετισμός
Headword (normalized):
χρεμετισμός
Headword (normalized/stripped):
χρεμετισμος
IDX:
20249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20250
Key:
χρεμετισμός

Data

{'headword_display': '<b>χρεμετισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χρεμετισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>neighing, whinnying</Tr><Au>Ar. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χρεμετισμός'}