Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χόλαισι
Χολαργεύς
χολάω
χολή
χολίκιον
χόλιξ
Χολλῄδης
χόλος
χολόω
χολώδης
χολωτός
χονδρός
χόνδρος
χοός
χορᾱγός
χοραύλης
χόρδευμα
χορδεύω
χορδή
χορείᾱ
χορεῖος
View word page
χολωτός
χολωτόςή όνadj of wordsangryHom.

ShortDef

angry, wrathful

Debugging

Headword:
χολωτός
Headword (normalized):
χολωτός
Headword (normalized/stripped):
χολωτος
IDX:
20181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20182
Key:
χολωτός

Data

{'headword_display': '<b>χολωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χολωτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of words</Indic><Tr>angry</Tr><Au>Hom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χολωτός'}