Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χλοεροτρόφος
χλόη
χλοήρης
χλοηφόρος
χλόος
χλούνης
χλοῦνις
χλοώδης
χλωραύχην
χλωρηίς
χλωρόκομος
χλωρός
χλωρότης
χναυμάτιον
χναύω
χνοάζω
χνοάω
χνόη
χνόος
χνόος
χοᾶ
View word page
χλωρό-κομος
χλωρό-κομοςονadjκόμη of laurel wreathswith green foliageE.

ShortDef

green-leaved

Debugging

Headword:
χλωρόκομος
Headword (normalized):
χλωρόκομος
Headword (normalized/stripped):
χλωροκομος
IDX:
20137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20138
Key:
χλωρόκομος

Data

{'headword_display': '<b>χλωρό-κομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χλωρό-κομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κόμη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of laurel wreaths</Indic><Tr>with green foliage</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χλωρόκομος'}