Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χλιδαίνομαι
χλιδανός
χλιδάω
χλιδή
χλίδημα
χλιεροθαλπής
χλῑ́ω
χλόᾱ
χλοαρόν
χλοερός
χλοεροτρόφος
χλόη
χλοήρης
χλοηφόρος
χλόος
χλούνης
χλοῦνις
χλοώδης
χλωραύχην
χλωρηίς
χλωρόκομος
View word page
χλοερο-τρόφος
χλοερο-τρόφοςονadjτρέφω of a plaingrass-nourishinggrassyE.

ShortDef

producing green grass

Debugging

Headword:
χλοεροτρόφος
Headword (normalized):
χλοεροτρόφος
Headword (normalized/stripped):
χλοεροτροφος
IDX:
20127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20128
Key:
χλοεροτρόφος

Data

{'headword_display': '<b>χλοερο-τρόφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χλοερο-τρόφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a plain</Indic><Def>grass-nourishing</Def><Tr>grassy</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χλοεροτρόφος'}