Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χλᾱρόν
χλευάζω
χλευασίᾱ
χλευασμός
χλευαστής
χλεύη
χλῆδος
χλῑαίνω
χλιαρός
χλιδᾱ́
χλιδαίνομαι
χλιδανός
χλιδάω
χλιδή
χλίδημα
χλιεροθαλπής
χλῑ́ω
χλόᾱ
χλοαρόν
χλοερός
χλοεροτρόφος
View word page
χλιδαίνομαι
χλιδαίνομαιmid.vbχλιδανός lounge aboutw.dat.in luxuryX.

ShortDef

to be luxurious, revel

Debugging

Headword:
χλιδαίνομαι
Headword (normalized):
χλιδαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
χλιδαινομαι
IDX:
20117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20118
Key:
χλιδαίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>χλιδαίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>χλιδαίνομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>χλιδανός</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>lounge about</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>in luxury<Au>X.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'χλιδαίνομαι'}