Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χλαμύδιον
χλαμυδουργίᾱ
χλαμύς
χλανίδιον
χλανιδοποιίᾱ
χλανίς
χλᾱρόν
χλευάζω
χλευασίᾱ
χλευασμός
χλευαστής
χλεύη
χλῆδος
χλῑαίνω
χλιαρός
χλιδᾱ́
χλιδαίνομαι
χλιδανός
χλιδάω
χλιδή
χλίδημα
View word page
χλευαστής
χλευαστήςοῦm mocker, scofferArist.

ShortDef

a mocker, scoffer

Debugging

Headword:
χλευαστής
Headword (normalized):
χλευαστής
Headword (normalized/stripped):
χλευαστης
IDX:
20111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20112
Key:
χλευαστής

Data

{'headword_display': '<b>χλευαστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χλευαστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>mocker, scoffer</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χλευαστής'}