Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χλαῖνα
χλαμυδηφόρος
χλαμύδιον
χλαμυδουργίᾱ
χλαμύς
χλανίδιον
χλανιδοποιίᾱ
χλανίς
χλᾱρόν
χλευάζω
χλευασίᾱ
χλευασμός
χλευαστής
χλεύη
χλῆδος
χλῑαίνω
χλιαρός
χλιδᾱ́
χλιδαίνομαι
χλιδανός
χλιδάω
View word page
χλευασίᾱ
χλευασίᾱᾱςf taunting, mockeryD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χλευασίᾱ
Headword (normalized):
χλευασίᾱ
Headword (normalized/stripped):
χλευασια
IDX:
20109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20110
Key:
χλευασίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>χλευασίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χλευασίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>taunting, mockery</Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χλευασίᾱ'}