Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Χίος
Χῑ́ρων
χιτών
Χιτώνη
χιτώνιον
χιτωνίσκος
χιών
χλαῖνα
χλαμυδηφόρος
χλαμύδιον
χλαμυδουργίᾱ
χλαμύς
χλανίδιον
χλανιδοποιίᾱ
χλανίς
χλᾱρόν
χλευάζω
χλευασίᾱ
χλευασμός
χλευαστής
χλεύη
View word page
χλαμυδουργίᾱ
χλαμυδουργίᾱᾱςfἔργον cape-makingas a professionX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χλαμυδουργίᾱ
Headword (normalized):
χλαμυδουργίᾱ
Headword (normalized/stripped):
χλαμυδουργια
IDX:
20102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20103
Key:
χλαμυδουργίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>χλαμυδουργίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χλαμυδουργίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>cape-making<Expl>as a profession</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χλαμυδουργίᾱ'}