Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χιονόχρως
χιονώδης
Χίος
Χῑ́ρων
χιτών
Χιτώνη
χιτώνιον
χιτωνίσκος
χιών
χλαῖνα
χλαμυδηφόρος
χλαμύδιον
χλαμυδουργίᾱ
χλαμύς
χλανίδιον
χλανιδοποιίᾱ
χλανίς
χλᾱρόν
χλευάζω
χλευασίᾱ
χλευασμός
View word page
χλαμυδη-φόρος
χλαμυδη-φόροςονadjχλαμύςφέρω of menwearing capesTheoc.

ShortDef

one who wears a χλαμύς, a short mantle

Debugging

Headword:
χλαμυδηφόρος
Headword (normalized):
χλαμυδηφόρος
Headword (normalized/stripped):
χλαμυδηφορος
IDX:
20100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20101
Key:
χλαμυδηφόρος

Data

{'headword_display': '<b>χλαμυδη-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χλαμυδη-φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χλαμύς</Ref><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of men</Indic><Tr>wearing capes</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χλαμυδηφόρος'}