Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονοτρόφος
χιονόχρως
χιονώδης
Χίος
Χῑ́ρων
χιτών
Χιτώνη
χιτώνιον
χιτωνίσκος
χιών
χλαῖνα
χλαμυδηφόρος
χλαμύδιον
χλαμυδουργίᾱ
χλαμύς
χλανίδιον
χλανιδοποιίᾱ
χλανίς
View word page
χιτώνιον
χιτώνιονουndimin.χιτών dressworn by a womanAr. Theoc. Plu. humble tunicas a makeshift shroudPlu.

ShortDef

a woman's frock

Debugging

Headword:
χιτώνιον
Headword (normalized):
χιτώνιον
Headword (normalized/stripped):
χιτωνιον
IDX:
20096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20097
Key:
χιτώνιον

Data

{'headword_display': '<b>χιτώνιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χιτώνιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>χιτών</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>dress<Expl>worn by a woman</Expl></Tr><Au>Ar. Theoc. Plu.</Au></nS1> <nS1><Tr>humble tunic<Expl>as a makeshift shroud</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χιτώνιον'}