Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χίμαρος
χίμετλον
χῑόνεος
χιονίζει
χιονόβλητος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονοτρόφος
χιονόχρως
χιονώδης
Χίος
Χῑ́ρων
χιτών
Χιτώνη
χιτώνιον
χιτωνίσκος
χιών
χλαῖνα
χλαμυδηφόρος
χλαμύδιον
View word page
χιονώδης
χιονώδηςεςadj of placessnowysnow-coveredE. Call. AR.

ShortDef

like snow, snowy

Debugging

Headword:
χιονώδης
Headword (normalized):
χιονώδης
Headword (normalized/stripped):
χιονωδης
IDX:
20091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20092
Key:
χιονώδης

Data

{'headword_display': '<b>χιονώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χιονώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of places</Indic><Def>snowy</Def><Tr>snow-covered</Tr><Au>E. Call. AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χιονώδης'}