Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χῑλόω
Χῑ́λων
χίμαιρα
χίμαρος
χίμετλον
χῑόνεος
χιονίζει
χιονόβλητος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονοτρόφος
χιονόχρως
χιονώδης
Χίος
Χῑ́ρων
χιτών
Χιτώνη
χιτώνιον
χιτωνίσκος
χιών
View word page
χιονό-κτυπος
χιονό-κτυποςονadjκτύπος of a mountainsnow-beatenS.

ShortDef

snow-beaten

Debugging

Headword:
χιονόκτυπος
Headword (normalized):
χιονόκτυπος
Headword (normalized/stripped):
χιονοκτυπος
IDX:
20088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20089
Key:
χιονόκτυπος

Data

{'headword_display': '<b>χιονό-κτυπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χιονό-κτυπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κτύπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a mountain</Indic><Tr>snow-beaten</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χιονόκτυπος'}