Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χῑλιοστός
χῑλιοστύς
χῑλιοτάλαντος
χῑλός
χῑλόω
Χῑ́λων
χίμαιρα
χίμαρος
χίμετλον
χῑόνεος
χιονίζει
χιονόβλητος
χιονόβοσκος
χιονοθρέμμων
χιονόκτυπος
χιονοτρόφος
χιονόχρως
χιονώδης
Χίος
Χῑ́ρων
χιτών
View word page
χιονίζει
χιονίζειimpers.vb it snows, snow fallsHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χιονίζει
Headword (normalized):
χιονίζει
Headword (normalized/stripped):
χιονιζει
IDX:
20084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20085
Key:
χιονίζει

Data

{'headword_display': '<b>χιονίζει</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>χιονίζει</HL><PS>impers.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>it snows, snow falls</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'χιονίζει'}