Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χηροσύνη
χηρόω
χηρωσταί
χῆτος
χθαμαλός
χθές
χθιζινός
χθιζός
χθόνιος
χθονοστιβής
χθονοτρεφής
χθών
χῖδρον
χῑλίανδρος
χῑλιαρχέω
χῑλιάρχης
χῑλιαρχίᾱ
χῑλίαρχος
χῑλιάς
χῑλιέτης
χῑ́λιοι
View word page
χθονο-τρεφής
χθονο-τρεφήςέςadjτρέφω of a herbproduced by the earthA.

ShortDef

bred from earth

Debugging

Headword:
χθονοτρεφής
Headword (normalized):
χθονοτρεφής
Headword (normalized/stripped):
χθονοτρεφης
IDX:
20059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20060
Key:
χθονοτρεφής

Data

{'headword_display': '<b>χθονο-τρεφής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χθονο-τρεφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a herb</Indic><Tr>produced by the earth</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χθονοτρεφής'}