Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Χερσόνησος
χέρσος
χερύδριον
χερῶν
χέσαι
χεσείω
χεσοῦμαι
χεῦμα
χέω
χἠ
χηλευτός
χηλή
χηλός
χήν
χηναλώπηξ
χήνεος
χηνοβωτίᾱ
χήρ
χηραμός
χήρατο
χῆρε
View word page
χηλευτός
χηλευτόςή όνadjχηλεύω weave, plait of helmetswoven, plaitedHdt.

ShortDef

netted, plaited

Debugging

Headword:
χηλευτός
Headword (normalized):
χηλευτός
Headword (normalized/stripped):
χηλευτος
IDX:
20034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20035
Key:
χηλευτός

Data

{'headword_display': '<b>χηλευτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χηλευτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Gr>χηλεύω</Gr> <ital>weave, plait</ital></Ety></HG> <aS1><Indic>of helmets</Indic><Tr>woven, plaited</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χηλευτός'}