Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χερνητικός
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χεροῖν
χερομυσής
χερόπληκτος
χερός
χεροτεκτοσύνᾱ
χερρόμακτρον
χέρρονδε
χερρόνησος
χέρρος
Χέρρων
χερσαῖος
χερσεύω
χερσί
χέρσοθεν
χερσονησίζω
χερσονησοειδής
View word page
χερρόμακτρον
χερρόμακτρονAeol.nseeχειρόμακτρον

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χερρόμακτρον
Headword (normalized):
χερρόμακτρον
Headword (normalized/stripped):
χερρομακτρον
IDX:
20012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20013
Key:
χερρόμακτρον

Data

{'headword_display': '<b>χερρόμακτρον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>χερρόμακτρον</HL><PS>Aeol.n</PS></HG><XR>see<Ref>χειρόμακτρον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'χερρόμακτρον'}