Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χερνήτᾱς
χερνητικός
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χεροῖν
χερομυσής
χερόπληκτος
χερός
χεροτεκτοσύνᾱ
χερρόμακτρον
χέρρονδε
χερρόνησος
χέρρος
Χέρρων
χερσαῖος
χερσεύω
χερσί
χέρσοθεν
χερσονησίζω
View word page
χερο-τεκτοσύνᾱ
χερο-τεκτοσύνᾱᾱςdial.fτεκτοσύνη craftsmanshipref. to the building of TroyE.cj.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χεροτεκτοσύνᾱ
Headword (normalized):
χεροτεκτοσύνᾱ
Headword (normalized/stripped):
χεροτεκτοσυνα
IDX:
20011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20012
Key:
χεροτεκτοσύνᾱ

Data

{'headword_display': '<b>χερο-τεκτοσύνᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χερο-τεκτοσύνᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>dial.f</PS><Ety><Ref>τεκτοσύνη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>craftsmanship<Expl>ref. to the building of Troy</Expl></Tr><Au>E.<LblR>cj.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'χεροτεκτοσύνᾱ'}