Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χερμάς
χερνής
χέρνησος
χερνήτᾱς
χερνητικός
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χεροῖν
χερομυσής
χερόπληκτος
χερός
χεροτεκτοσύνᾱ
χερρόμακτρον
χέρρονδε
χερρόνησος
χέρρος
Χέρρων
χερσαῖος
χερσεύω
View word page
χερο-μυσής
χερο-μυσήςέςadjμύσος of bloodshedpolluting the handA.

ShortDef

defiling the hand

Debugging

Headword:
χερομυσής
Headword (normalized):
χερομυσής
Headword (normalized/stripped):
χερομυσης
IDX:
20008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20009
Key:
χερομυσής

Data

{'headword_display': '<b>χερο-μυσής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χερο-μυσής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μύσος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of bloodshed</Indic><Tr>polluting the hand</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χερομυσής'}