Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χέραδος
χέρας
χερείων
χέρες
χέρηες
χεριάρᾱς
χερμάς
χερνής
χέρνησος
χερνήτᾱς
χερνητικός
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χεροῖν
χερομυσής
χερόπληκτος
χερός
χεροτεκτοσύνᾱ
χερρόμακτρον
View word page
χερνητικός
χερνητικόςή όνadj neut.collectv.sb.lower classes, working classesArist.

ShortDef

of or for a day labourer

Debugging

Headword:
χερνητικός
Headword (normalized):
χερνητικός
Headword (normalized/stripped):
χερνητικος
IDX:
20002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20003
Key:
χερνητικός

Data

{'headword_display': '<b>χερνητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χερνητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.collectv.sb.</GLbl><Def>lower classes, working classes</Def><Au>Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'χερνητικός'}