Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπέρδομαι
ἀποπερκόομαι
ᾱ̓ποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνῡμι
ἀποπηδάω
ἀποπίμπλημι
ἀποπῑ́νω
ἀποπίπτω
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζομαι
ἀποπλανάω
ἀποπλάνησις
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλέω
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
View word page
ἀπο-πιστεύω
ἀποπιστεύωvb fully put one's faithw.dat.in sthg.Plb.

ShortDef

to trust fully, rely on

Debugging

Headword:
ἀποπιστεύω
Headword (normalized):
ἀποπιστεύω
Headword (normalized/stripped):
αποπιστευω
IDX:
199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-200
Key:
ἀποπιστεύω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-πιστεύω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>πιστεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>fully put one's faith</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>in sthg.<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀποπιστεύω'}