Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειρούργημα
χειρουργίᾱ
χειρουργικός
χειρόω
χείρωμα
χείρων
Χείρων
χειρῶναξ
χειρωναξίᾱ
χειρωτικός
χείσομαι
χείω
χελῑδόνιον
χελῑδών
χέλιοι
χελιχελώνη
χελῡ́νᾱ
χελῡ́νη
χέλῡς
χελώνη
χέρα
View word page
χείσομαι
χείσομαιfut.seeχανδάνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χείσομαι
Headword (normalized):
χείσομαι
Headword (normalized/stripped):
χεισομαι
IDX:
19981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19982
Key:
χείσομαι

Data

{'headword_display': '<b>χείσομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>χείσομαι<LblR>fut.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>χανδάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'χείσομαι'}