Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργίᾱ
χειρουργικός
χειρόω
χείρωμα
χείρων
Χείρων
χειρῶναξ
χειρωναξίᾱ
χειρωτικός
χείσομαι
χείω
χελῑδόνιον
χελῑδών
χέλιοι
χελιχελώνη
χελῡ́νᾱ
χελῡ́νη
χέλῡς
χελώνη
View word page
χειρωτικός
χειρωτικόςή όνadjχειρόομαι of an artof the kind that overpowerscoercivePl.fem.sb.art of coercionPl.

ShortDef

apt at conquering

Debugging

Headword:
χειρωτικός
Headword (normalized):
χειρωτικός
Headword (normalized/stripped):
χειρωτικος
IDX:
19980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19981
Key:
χειρωτικός

Data

{'headword_display': '<b>χειρωτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χειρωτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χειρόομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an art</Indic><Def>of the kind that overpowers</Def><Tr>coercive</Tr><Au>Pl.</Au><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of coercion</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1> </AE>', 'key': 'χειρωτικός'}