Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειροτονίᾱ
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργίᾱ
χειρουργικός
χειρόω
χείρωμα
χείρων
Χείρων
χειρῶναξ
χειρωναξίᾱ
χειρωτικός
χείσομαι
χείω
χελῑδόνιον
χελῑδών
χέλιοι
χελιχελώνη
χελῡ́νᾱ
χελῡ́νη
View word page
χειρῶναξ
χειρῶναξακτοςmχείρἄναξ master of handiworkhandcraftsmanHdt.

ShortDef

one who is master of his hands

Debugging

Headword:
χειρῶναξ
Headword (normalized):
χειρῶναξ
Headword (normalized/stripped):
χειρωναξ
IDX:
19978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19979
Key:
χειρῶναξ

Data

{'headword_display': '<b>χειρῶναξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χειρῶναξ</HL><Infl>ακτος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>χείρ</Ref><Ref>ἄναξ</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>master of handiwork</Def><Tr>handcraftsman</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χειρῶναξ'}