Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειροτεχνίᾱ
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονίᾱ
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργίᾱ
χειρουργικός
χειρόω
χείρωμα
χείρων
Χείρων
χειρῶναξ
χειρωναξίᾱ
χειρωτικός
χείσομαι
χείω
χελῑδόνιον
χελῑδών
View word page
χειρόω
χειρόωcontr.vbsee underχειρόομαι

ShortDef

master, subdue

Debugging

Headword:
χειρόω
Headword (normalized):
χειρόω
Headword (normalized/stripped):
χειροω
IDX:
19974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19975
Key:
χειρόω

Data

{'headword_display': '<b>χειρόω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>χειρόω</HL><PS>contr.vb</PS></HG><XR>see under<Ref>χειρόομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'χειρόω'}