Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειροτέχνης
χειροτεχνίᾱ
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονίᾱ
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργίᾱ
χειρουργικός
χειρόω
χείρωμα
χείρων
Χείρων
χειρῶναξ
χειρωναξίᾱ
χειρωτικός
χείσομαι
χείω
χελῑδόνιον
View word page
χειρουργικός
χειρουργικόςή όνadj of skill in playing a musical instrumentmanualArist. of a branch of medicinesurgicalPlb.

ShortDef

of or for handiwork, dexterity

Debugging

Headword:
χειρουργικός
Headword (normalized):
χειρουργικός
Headword (normalized/stripped):
χειρουργικος
IDX:
19973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19974
Key:
χειρουργικός

Data

{'headword_display': '<b>χειρουργικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χειρουργικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of skill in playing a musical instrument</Indic><Tr>manual</Tr><Au>Arist.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a branch of medicine</Indic><Tr>surgical</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χειρουργικός'}