Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειροποίητος
χειρότερος
χειροτέχνης
χειροτεχνίᾱ
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονίᾱ
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργίᾱ
χειρουργικός
χειρόω
χείρωμα
χείρων
Χείρων
χειρῶναξ
χειρωναξίᾱ
χειρωτικός
χείσομαι
View word page
χειρούργημα
χειρούργημαατοςn manual workhandiworkPl.

ShortDef

handiwork

Debugging

Headword:
χειρούργημα
Headword (normalized):
χειρούργημα
Headword (normalized/stripped):
χειρουργημα
IDX:
19971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19972
Key:
χειρούργημα

Data

{'headword_display': '<b>χειρούργημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χειρούργημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>manual work</Def><Tr>handiwork</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χειρούργημα'}