Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειρονομέω
χειρόομαι
χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειρότερος
χειροτέχνης
χειροτεχνίᾱ
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονίᾱ
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργίᾱ
χειρουργικός
χειρόω
χείρωμα
χείρων
Χείρων
View word page
χειροτονητός
χειροτονητόςή όνadj of an official or officechosen by voteelectedAeschin. Arist. Plu.

ShortDef

elected by show of hands

Debugging

Headword:
χειροτονητός
Headword (normalized):
χειροτονητός
Headword (normalized/stripped):
χειροτονητος
IDX:
19967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19968
Key:
χειροτονητός

Data

{'headword_display': '<b>χειροτονητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χειροτονητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an official or office</Indic><Def>chosen by vote</Def><Tr>elected</Tr><Au>Aeschin. Arist. Plu.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'χειροτονητός'}