Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειροκρατικός
χειροκτύπος
χειρόμακτρον
χειρομύλη
χειρονομέω
χειρόομαι
χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειρότερος
χειροτέχνης
χειροτεχνίᾱ
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονίᾱ
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργίᾱ
χειρουργικός
View word page
χειρο-τέχνης
χειρο-τέχνηςουmτέχνη craftsmanPl. X.skilled practitionerw.gen.of medicine, warfareS. Plu.gener.artisan, workmanHdt. Th. Ar. Pl.opp. master-craftsmanArist.

ShortDef

a handicraftsman, artisan

Debugging

Headword:
χειροτέχνης
Headword (normalized):
χειροτέχνης
Headword (normalized/stripped):
χειροτεχνης
IDX:
19963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19964
Key:
χειροτέχνης

Data

{'headword_display': '<b>χειρο-τέχνης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χειρο-τέχνης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>τέχνη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>craftsman</Tr><Au>Pl. X.</Au><nS2><Tr>skilled practitioner<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of medicine, warfare</Expl></Tr><Au>S. Plu.</Au></nS2></nS1><nS1><Indic>gener.</Indic><Tr>artisan, workman</Tr><Au>Hdt. Th. Ar. Pl.<NBPlus/></Au><nS2><Indic>opp. master-craftsman</Indic><Au>Arist.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'χειροτέχνης'}